Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὸν θυμούμενον

См. также в других словарях:

  • επαγρεύω — ἐπαγρεύω (Μ) [επί + αγρεύω < αγριεύω] αγριεύω κάποιον περισσότερο («τὸν θυμούμενον ὁ λόγος ἐπαγρεύει», Σπανέας) …   Dictionary of Greek

  • θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»